χαϊδολόγημα

χαϊδολόγημα
τό
1) баловство; потворство; 2) жеманство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "χαϊδολόγημα" в других словарях:

  • χαϊδολόγημα — το, Ν [χαϊδολογώ] χάιδεμα …   Dictionary of Greek

  • χαϊδολόγημα — το, ατος η πράξη του χαϊδολογώ, το χάιδεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θωπεία — ἡ (Α θωπεία) [θωπεύω] 1. κολακεία, υπερβολική περιποίηση, γαλιφιά, καλόπιασμα 2. χάδι, χάιδεμα, χαϊδολόγημα, τρυφερή εκδήλωση (α. «μητρικές θωπείες» β. «ερωτικές θωπείες») …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»